ψεῦδος

ψεῦδος
ψεῦδος, ους, τό (Hom.+; SIG 1268, 27; Mitt-Wilck. I/2, 110 A, 18 [110 B.C.]; LXX, En, Test12Patr; ParJer 4:5; EpArist; Philo; Jos., Vi. 336; Mel., HE 4, 26, 9; Ath., R. 1 p. 48, 4 al.) a lie, falsehood. Gener. (opp. ἀλήθεια, as Pla., Hippias Minor 370e; Plut., Mor. 16a; EpArist 206; Philo; TestDan 1:3; 2:1 al.) ἀποθέμενοι τὸ ψεῦδος λαλεῖτε ἀλήθειαν Eph 4:25; cp. D 5:2; B 20:2 (here the v.l. pl. ψεύδη). In a catalogue of vices Hm 8:5; cp. Hs 9, 15, 3 (personified). The sing. used collectively τὸ ψεῦδος lies, lying (opp. ἀληθές) m 3:3; but 3:5 pl. ψεύδη.—Of God (ἀληθινὸς καὶ) οὐδὲν παρʼ αὐτῷ ψεῦδος 3:1. In contrast, lying is characteristic of the devil J 8:44 (cp. Porphyr., Abst. 2, 42 of evil divinities: τὸ ψεῦδος τούτοις οἰκεῖον=lying is their habit). For this transcendently conceived contrast betw. ψεῦδος and ἀλήθεια cp. 2 Th 2:11 (12); 1J 2:21, 27. It is said of polytheists that μετήλλαξαν τὴν ἀλήθειαν τοῦ θεοῦ ἐν τῷ ψεύδει (s. μεταλλάσσω and cp. for the use of ψεῦδος as abstract for concrete Jer 3:10; 13:25) Ro 1:25. But of the 144,000 sealed ones of Rv ἐν τῷ στόματι αὐτῶν οὐχ εὑρέθη ψεῦδος 14:5. The Lawless One appears w. τέρατα ψεύδους deceptive wonders 2 Th 2:9. ποιεῖν ψεῦδος practice (the things that go with) falsehood Rv 21:27; 22:15.—WLuther, ‘Wahrheit u. Lüge’ im ältesten Griechentum ’35.—B. 1170. DELG. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψεῦδος — falsehood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψεύδος — το / ψεῡδος, ΝΜΑ 1. καθετί που δεν είναι αληθινό, ψέμα (α. «είναι ψεύδος ότι πρόκειται να παραιτηθεί η κυβέρνηση» β. «ἀπολεῑς πάντας τοὺς λαλοῡντας τὸ ψεῡδος», ΠΔ γ. «μή τε τί μοι ψεύδεσσοι χαρίζεο μήτε τι θέλγε», Ομ. Οδ.) 2. (λογ.) ψευδής… …   Dictionary of Greek

  • ψευδός — ή, ό, Ν αυτός που δεν μπορεί να προφέρει σωστά ορισμένους φθόγγους, ιδίως το ψ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδής, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. (πρβλ. ακριβής > ακριβός). Το επίθ., αρχικά, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αυτόν που πρόφερε εσφαλμένα, όχι σωστά …   Dictionary of Greek

  • ψευδός — ή, ό αυτός που δεν έχει καλή άρθρωση, ο τραυλός. Επίρρ. ψευδά: Μιλάει ψευδά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψεύδος — το ους, καθετί που δεν είναι αληθινό, το ψευδολόγημα, το ψέμα, η ψευτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πρώτον ψεύδος —         (proton pseudos) (греч.) первичная ложь. Ошибочный начальный тезис. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ψεύδε' — ψεύδει , ψεύδω cheat by lies pres ind mp 2nd sg ψεύδει , ψεύδω cheat by lies pres ind act 3rd sg ψεύδεο , ψεύδω cheat by lies pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ψεύδεαι , ψεύδω cheat by lies pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ψεύδεο ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νουμάς — Πολιτικό, κοινωνικό και φιλολογικό περιοδικό των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας. Το ίδρυσε ο λογοτέχνης Δημήτριος Π. Ταγκόπουλος τον Ιανουάριο του 1903, με ευρύτερους αρχικά στόχους· στο πρώτο φύλλο, όπου γνωστοποιούσε το πρόγραμμα του Νουμά (που …   Dictionary of Greek

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα …   Deutsch Wikipedia

  • αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”